τελολογικός

τελολογικός
τελολογικός, -ή, -ό και τελεολογικός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελολογία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελολογικός — ή, ό, Ν βλ. τελεολογικός …   Dictionary of Greek

  • τελεολογικός — και τελολογικός, ή, ό, Ν 1. (φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελεολογία 2. φρ. «τελεολογική απόδειξη» (φιλοσ. θεολ.) άποψη που θεμελιώνεται στην τελεολογία και σύμφωνα με την οποία, εφόσον στο σύμπαν βασιλεύει τάξη και σκοπιμότητα,… …   Dictionary of Greek

  • τελεολογικός — ή, ό τελολογικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”